ποδοβολώ

ποδοβολώ
-έω, Ν
προκαλώ θόρυβο με το βάδισμα ή με τον τροχασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + -βολώ (-βόλος < βάλλω), πρβλ. γεννο-βολώ, σπιθο-βολώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποδοβολή — η, Ν το ποδοβολητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • ποδοβολητό — το, Ν ο κρότος από το βάδισμα ή το τρέξιμο πολλών ανθρώπων ή ζώων, ιδίως αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοβολώ + κατάλ. ητό (πρβλ. ροχαλ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • ποδοβόλημα — το, Ν [ποδοβολώ] το ποδοβολητό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”